λημέρι

λημέρι
το
-ιού, κρυσφήγετο κλεφτών, αρματολών ή ληστών: Κρύφτηκαν στο λημέρι τους για να μην τους πιάσουν οι Τούρκοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λημέρι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ., 416 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, Β της λίμνης Κρεμαστών, 73 χλμ. ΒΔ του Καρπενησίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Απεραντίων. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Κόνιαβη. * * * το 1.… …   Dictionary of Greek

  • ολημεριάζω — και ολημερίζω και λημεριάζω [ολήμερος] 1. περνώ όλη την ημέρα μου κρυμμένος σε απόκρυφο τόπο, σε λημέρι, κάνω λημέρι, μένω σε λημέρι 2. περνώ κάπου άσκοπα και χωρίς λόγο την ημέρα μου, τεμπελιάζω …   Dictionary of Greek

  • λημεριάζω — και λημερεύω [λημέρι] 1. περνώ τη μέρα μου κρυμμένος σε λημέρι 2. περνώ κάπου άσκοπα τη μέρα μου …   Dictionary of Greek

  • ράχη — Oνομασία 9 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα βορειοανατολικά του βάλτου της Βίγλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10τ. χλμ.). 2. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ.),… …   Dictionary of Greek

  • αλημέριαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει λημέρι: Οι αντάρτες ήταν αλημέριαστοι και νηστικοί. 2. τοποθεσία που δεν είναι κατάλληλη για λημέρι: Αποφάσισαν να φύγουν, γιατί ο τόπος εκεί ήταν αλημέριαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ράχη — η 1. το μέρος του σώματος κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης και απ τις δύο μεριές της, τα νώτα, η πλάτη: Για να τον μεταφέρει, τον φορτώθηκε στη ράχη του. 2. η αντίθετη προς την κύρια όψη επιφάνεια κάθε πράγματος: Έβαλε το σακάκι του στη ράχη της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλημέριαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει λημέρι, υπαίθριο καταφύγιο ή τόπο ασφαλούς διαμονής 2. αυτός που δεν βρήκε τόπο κατάλληλο για να περάσει την ημέρα ή τη νύχτα του 3. (για τόπο) αυτός που δεν έχει λημέρια, κρησφύγετα 4. (για ζώα) αυτό που δεν έχει φωλιά …   Dictionary of Greek

  • μονή — Βλ. λ. μοναστήρι ή μονή. * * * η (ΑΜ μονή) 1. μοναστήρι 2. τόπος διαμονής, κατάλυμα («ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῡ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν», ΚΔ) 3. τόπος στον οποίο μένει ή σταθμεύει κανείς προσωρινά, χάνι, πανδοχείο («τέτμηται δὲ διὰ τῶν μονῶν ἡ ὁδός» …   Dictionary of Greek

  • Αγραφιώτισσα, Αργυρώ — Aγωνίστρια του 1821. Καπετάνισσα που έδρασε στα Άγραφα και παραλληλίζεται με τις Σουλιώτισσες στη γενναιότητα. Σε ένα δημοτικό τραγούδι αναφέρεται ότι η A. έσυρε στο λημέρι της τον κλέφτη καπετάν Μανώλη και τον τιμώρησε αυστηρά, γιατί δεν φερόταν …   Dictionary of Greek

  • αρματολοί και κλέφτες — Στρατιωτικά σώματα όπου ήταν οργανωμένοι οι Έλληνες κατά την τουρκοκρατία, τα οποία έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στον αγώνα για την ανεξαρτησία. Τα πρώτα σώματα που δημιουργήθηκαν αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση ήταν των αρματολών. Τα στελέχωσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”